Περπατώντας σε ένα από τα ωραίότερα μονοπάτια της ανατολικής Κρήτης, μέσα από δάση μαύρης πεύκης.…
Κριτσά
Η Κριτσά είναι χωριό που βρίσκεται στο νομό Λασιθίου και είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού Κάστελλος σε υψόμετρο περίπου 365 μέτρων. Στο χωριό κατοικούν περίπου 1.300 απογεγραμμένοι κάτοικοι. Είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της Κρήτης και διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακόμη αναλλοίωτη την παλιά αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της. Οι κάτοικοι της είναι απόγονοι της Λατούς Ετέρας, της οποίας τα ερείπια βρίσκονται 3 χλμ. βορειοανατολικά του χωριού. Από τις λίγες ανασκαφές που έχουν γίνει ως τώρα στην Κριτσά, ήρθαν στο φως ο χώρος της αγοράς με το Πρυτανείο, την εξέδρα και το Ιερό της Πόλης. Αδιάκοπη είναι η παρουσία ανθρώπων στο χώρο της Κριτσάς τουλάχιστον από τα υστερομινωικά χρόνια και μετά. Θεωρείται βέβαιη η ακμή της στα Βυζαντινά χρόνια. Αν και ερημώθηκε από τους Άραβες (823), κατοικήθηκε ξανά το 961 και γνώρισε νέα άνθηση στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (13ος και 14ος αιώνας).
Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Κρήτης καθ’ όλο το Μεσαίωνα και αποτελούνταν από διαφορετικές συνοικίες οι οποίες αναφέρονταν ξεχωριστά στις απογραφές. Το 1867 έγινε έδρα Δήμου που συμπεριλάμβανε τον Κρούστα, την Πρίνα, το Καλό Χωριό, το Μαρδάτι, τον Άγιο Νικόλαο, τα Μέσα Λακώνια και τις Τάπες. Το 1925 έγινε κοινότητα και από το 1998 αποτελεί ένα από τα 14 δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου Αγίου Νικολάου.
Στην απογραφή του 1940 η Κριτσά είχε 2.572 κατοίκους αλλά από τότε ο πληθυσμός μειώνεται συνεχώς (2.548 [1951], 2.396 [1961], 2.015 [1971], 1.910 [1981],[1] 1.614 [2001]). Επίσης έχει το φαράγγι της Κριτσάς του οποίου η αρχή είναι στην Κριτσά (στις Κουκίστρες) και το τέλος στο μικρό χωριό Τάπες.
Κριτσά: Το φαράγγι, η ιστορία και η περιοχή
Πρόσθετες πληροφορίες
Τοποθεσία: Άγιος Νικόλαος – 10 χλμ. από τον Άγιο Νικόλαο – 72 χλμ. από το Ηράκλειο
Κάτοικοι: 2130
Υψος: 380μ για τα ανώτερα μέρη και 240μ για τα κάτω μέρη του οικισμού
Πρόσβαση: Άσφαλτος από τον Άγιο Νικόλαο
Χαρακτήρας οικισμού: Οικισμός με πολύ έντονο παραδοσιακό χαρακτήρα
Το φαράγγι της Κριτσάς
Η πεζοπορία ξεκινάει μέσα από το χωριό, αφήσαμε πίσω μας τα τελευταία σπίτια και μετά από σύντομης διάρκειας περπάτημα σε στενό κατηφορικό μονοπάτι φτάσαμε στη είσοδο του φαραγγιού (υπάρχει και δεύτερο μονοπάτι δίπλα στο πέτρινο γεφύρι). Από μακριά ξεχωρίζει το ‘στόμιο του Χαυγά’, το άνοιγμα του φαραγγιού που κόβει στα δυό τα Λασιθιώτικα βουνά και οδηγεί τα νερά της βροχής προς τη θάλασσα. Η είσοδος είναι κατάφυτη από φουντωτά δέντρα και θάμνους, ενώ από τα πρώτα κιόλας μέτρα το φαράγγι εντυπωσιάζει με την ξεχωριστή ομορφιά του.
Τα κάθετα βραχώδη πρανή που φιλοξενούν πολλά ενδημικά φυτά και διάφορα είδη πουλιών, αλλά και οι ογκώδεις γκριζόλευκοι βράχοι στην κοίτη που έχουν λειανθεί και σμιλευτεί από τη ροή του νερού, μαγεύουν τον περιπατητή! Πολύ σύντομα τα τοιχώματα στενεύουν και σε αρκετά σημεία είναι τόσο στενά που εύκολα ακουμπάς και τις δυο τους πλευρές απλώνοντας τα χέρια σου. Οι βράχοι γίνονται ψηλότεροι, υπάρχουν αρκετοί μονόλιθοι και στενά περάσματα, όμως η ανάβαση διευκολύνεται από ‘πιασίματα’ φτιαγμένα από ατσάλινες βέργες που έχουν σφηνωθεί βαθιά μέσα στους βράχους. Χρησιμοποιώντας τα ‘πιασίματα’ άλλοτε σαν σκαλοπάτια και άλλοτε για να στηριχτούμε πάνω στους γλιστερούς βράχους συνεχίζουμε την πορεία μας, σταματώντας κάθε τόσο για να θαμάσουμε την ομορφιά του τοπίου γύρω μας.
Γενικά το φαράγγι διασχίζεται εύκολα μετά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει στα δύσκολα σημεία. Ακόμα και η φύση έχει φροντίσει να μας διευκολύνει, καθώς στο σημείο της ‘Κολύμπας’ που το χειμώνα συγκέντρωνε πολύ νερό και ήταν αδιάβατο, λίγα χρόνια πριν έπεσε από ψηλά ένας τεράστιος βράχος που κάλυψε την κοιλότητα. Στην συνέχεια το νερό ανέλαβε να μεταφέρει μικρές και μεγάλες πέτρες για να ‘στρώσει’ ένα εύκολα προσβάσιμο μονοπάτι. Το τοπίο έγινε αγνώριστο, η ‘Κολύμπα’ εξαφανίστηκε και μόνο οι πιο παλιοί στην ομάδα αναγνωρίζουν το σημείο και θυμούνται περιπετειώδη επεισόδια από παλιότερες πορείες.
Το φαράγγι προσφέρει και την δυνατότητα επιλογής διαφορετικού βαθμού δυσκολίας στην διάσχιση του καθώς υπάρχουν δύο έξοδοι που σε οδηγούν είτε προς την Αρχαία Λατώ είτε πίσω στην Κριτσά από χωματόδρομο και μονοπάτι.
Επιλέξαμε την μακρύτερη διαδρομή, συνεχίσαμε περπατώντας στην κοίτη του χειμάρρου, μέχρι που φτάσαμε 600μ. πριν από το χωριό Τάπες. Στη συνέχεια πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι που μας οδηγεί έξω από το φαράγγι και που σε αλλοτινούς καιρούς ήταν η οδική αρτηρία που συνέδεε τα δυο χωριά. Σήμερα το μονοπάτι παραμένει ευδιάκριτο, αν και στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι κατεστραμμένο.
Όμως η ορεινή φύση της περιοχής, μας πρόσφερε μια απρόσμενη μαγευτική εικόνα: βουνοπλαγιές σκεπασμένες με αμέτρητους ανθισμένους ασφοδέλους, με ψηλό κωνοειδή ανθοφόρο βλαστό, φορτωμένο με πανέμορφα αστεροειδή άσπρα λουλούδια. Οι λουλουδιασμένες ‘ασφεντηλιές’ ξεπετάγονταν δίπλα στα βράχια και τα θυμάρια και σκέπαζαν τα ακαλλιέργητα χωράφια με τα κομψά άνθη τους, δημιουργώντας αληθινούς “ασφόδελους λειμώνες”. Την έκφραση “ασφόδελοι λειμώνες” την πρωτοσυναντάμε στα έπη του Ομήρου και αναφέρεται στα λιβάδια με ασφοδέλους όπου κατοικούσαν οι νεκροί ήρωες. Οι Αρχαίοι συνέδεσαν το φυτό με τον Κάτω Κόσμο, το είχαν ως σύμβολο πένθους και φύτευαν αυτά τα λουλούδια δίπλα σε τάφους, σαν είδος προσφοράς στους νεκρούς (καθώς πίστευαν ότι οι νεκροί τρέφονται με τους βολβούς τους).
Συνεχίσαμε την πορεία μας ανάμεσα στα ανθισμένα φυτά, που -αντίθετα με την αρχαιοελληνική παράδοση που τα συνδέει με τον θάνατο- ξεχειλίζουν ζωή και διατηρούν την ομορφιά τους όλο τον χειμώνα, μια και τα αιγοπρόβατα δεν τα τρώνε. Περπατήσαμε σε κατηφορικό μονοπάτι και χωματόδρομο, μέχρι που φάνηκε από μακριά το κεφαλοχώρι της Κριτσάς.
Εκκλησία της Παναγίας της Κεράς
Ο τρίκλιτος καμαροσκέπαστος με τρούλο ναός της Παναγίας της Κεράς (1 χλμ ανατολικά της Κριτσάς) είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο ναός κατασκευάστηκε σταδιακά. Αρχικά κτίστηκε το κεντρικό κλίτος του ναού στον τύπο του μονόχωρου ναού με τρούλο, ενώ μεταγενέστερα προστέθηκαν τα δύο πλευρικά κλίτη που είναι αφιερωμένα στην Αγία Άννα το νότιο, και στον Άγιο Αντώνιο το βόρειο.
Στο εσωτερικό όλες οι επιφάνειες του ναού έχουν διακοσμηθεί με αξιόλογες τοιχογραφίες που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Στο κεντρικό κλίτος υπάρχουν δύο στρώματα τοιχογραφικού διακόσμου. Το πρώτο σώζεται αποσπασματικά στην κόγχη του ιερού και στα τύμπανα των τόξων που υποβαστάζουν τον τρούλο. Οι παραστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την γραμμική απόδοση των μορφών και χρονολογούνται στα μέσα περίπου του 13ου αι.
Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 14ου αι., προφανώς μετά από κάποια σοβαρή καταστροφή του ναού πραγματοποιήθηκε το δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών που απλώνεται στις υπόλοιπες επιφάνειες του κεντρικού κλίτους με σκηνές του Ευαγγελικού κύκλου. Την ίδια περίοδο ανακατασκευάστηκε και ο τρούλος με τα ισχυρά βεργία. Το στρώμα αυτό χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη στοιχείων, τόσο της μεσοβυζαντινής τέχνης, όσο και της πρώιμης παλαιολόγειας.
Τα πλευρικά κλίτη αγιογραφήθηκαν μέσα στο πρώτο μισό του 14ου αι., αφού είχε ολοκληρωθεί ο διάκοσμος του κεντρικού κλίτους. Εδώ ακολουθούνται διαφορετικές αισθητικές αρχές. Οι σκηνές από το βίο της Παναγίας και οι μορφές των Αγίων στο νότιο κλίτος της Αγίας Άννας αποδίδονται με τρόπο πιό ρεαλιστικό και εκφραστικό. Στο βόρειο κλίτος του Αγίου Αντωνίου, που αγιογραφείται με το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας, ακολουθούνται οι ίδιες αισθητικές αρχές αλλά από τεχνίτες λιγότερο ικανούς.
Κτητορικές επιγραφές εντοπίζονται στη δυτική πλευρά του νότιου κλίτους και στη βόρεια πλευρά του βόρειου κλίτους, όπου και απεικονίζεται ο κτήτορας Γεώργιος Μαζηζάνης με τη γυναίκα του και το παιδί του. Πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στο εσωτερικό και τον περιβάλλοντα χώρο του ναού αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό κιβωτιόσχημων τάφων.
Μια από τις σημαντικότερες πόλεις-κράτη των Δωριέων στην Κρήτη, αν και προϋπήρχε μάλλον της «καθόδου των Δωριέων» ήταν η Λατώ. Η Λατώ είναι κτισμένη πάνω στο διάσελο δυο λόφων σε φυσικά οχυρή και στρατηγική θέση που ελέγχει το πέρασμα από την κεντρική στην ανατολική Κρήτη και της παρείχε προστασία από τυχόν επιδρομές αλλά και εποπτεία μιας μεγάλης περιοχής του κόλπου Μεραμβέλλου. Σε πινακίδες της γραμμικής Β΄ γραφής αναφέρεται ίσως ως RA – TO. Πήρε το όνομά της από τη Λητώ (δωρικός τύπος το Λατώ), την μητέρα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, αν και κυριότερη θεά της πόλης ήταν η Ειλείθυια, η οποία εικονιζόταν και στα νομίσματα. Από τη Λατώ καταγόταν ο ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Νέαρχος.
Από τη βόρεια ακρόπολη της Λατούς στον ψηλότερο λόφο, που έχει υψόμετρο 395 μ. μπορούσε να δει κανείς όλη την περιοχή της επικράτειας των Λατίων, στην οποία περιλαμβάνονταν οι σημερινές περιοχές του Αγίου Νικολάου, της Κριτσάς και του Κρούστα με το οροπέδιο Καθαρού, του Καλού Χωριού και της Πρίνας. Συνόρευε στα βόρεια με την επικράτεια των Ολουντίων, στα βορειοδυτικά με την επικράτεια των Δρηρίων, στα δυτικά με την επικράτεια των Λατίων, στα νότια με τις αρχαίες πόλεις Μάλλα (σήμ. Μάλλες), Ώλερο (σήμ. Μεσελέροι) και Ιεράπυτνα (σήμ. Ιεράπετρα) και τέλος στα ανατολικά με την πόλη Ιστρώνα (σήμ. Καλό Χωριό). Γύρω από το άστυ υπήρχαν νεκροταφεία, μικρά φρούρια για τον έλεγχο της επικράτειας, ιερά, μικρές κώμες και εγκαταστάσεις εξαρτημένων καλλιεργητών ή βοσκών. Επίνειό της θεωρείται η πόλη Καμάρα (σήμερα Άγιος Νικόλαος) που ονομάστηκε έτσι προφανώς εξαιτίας κάποιου αψιδωτού ή θολωτού κτηρίου.
Παρόλο που τα ορατά οικοδομικά λείψανα στο αστικό κέντρο των Λατίων ανήκουν στον 4ο και 3ο αι. π.Χ., περίοδος ακμής της πόλης, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως και παλαιότερα ευρήματα. Ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. υπήρχε οργανωμένος οικισμός, ο οποίος πιστοποιείται τόσο από τα κινητά ευρήματα όσο και από το γεγονός ότι η αγορά και τα δημόσια κτήρια που αποκαλύφθηκαν θεωρήθηκαν ως τυπικό δείγμα αρχαϊκής αγοράς. Επιπλέον η έρευνα απέδειξε ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε κατοίκηση ήδη από τη μινωική περίοδο. Στο κοντινό χωριό Κριτσά αποκαλύφθηκαν θαλαμοειδείς τάφοι Υστερομινωικής ΙΙΙ περιόδου (14ος – 13ος αι. π.Χ.). Σε μικρή απόσταση από το χώρο ερευνήθηκαν δυο θολωτοί τάφοι, οι οποίοι θεωρούνται υστερομινωικοί έως πρωτογεωμετρικοί. Στο ύψωμα Θύλακας ερευνήθηκε ιερό που ανήκει κυρίως στη γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο και θεωρήθηκε «απόγονος» μινωικού ιερού κορυφής.
Δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες για την ιστορική διαδρομή της πόλης, όπως γενικά όλων των πόλεων της Κρήτης των ιστορικών χρόνων. Η σημαντικότερη γνωστή προσωπικότητα που κατάγεται από τη Λατώ είναι ο Νέαρχος (περίπου 360 – 312 π.Χ.) ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε ψηφίσματα που εκδόθηκαν το 204 π.Χ. με παρέμβαση του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄, για αναγνώριση ασυλίας στο ιερό του Διονύσου και προστασία των πολιτών της μικρασιατικής πόλης Τέω από κρητικές πειρατικές επιδρομές, αναφέρονται δύο πόλεις «Λατίων» και «Λατίων των προς Καμάρα». Αυτό οδήγησε στην άποψη ότι υπήρχαν δύο πόλεις ανεξάρτητες με ισχυρούς δεσμούς. Σήμερα είναι περισσότερο αποδεκτή η άποψη ότι πρόκειται για μια πόλη, τη Λατώ, με επίνειο την Καμάρα που λανθασμένα επικράτησε να ονομάζεται Λατώ προς Καμάρα. Μάλιστα, στα τέλη του 3ου/αρχές 2ου αι. π.Χ. πιθανόν λόγω ανάπτυξης της ναυτιλίας και του εμπορίου, αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και σημασία από τη μεσόγεια πόλη, που σιγά σιγά εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της που μεταφέρονται στο επίνειο, φαινόμενο γνωστό και στη νεότερη εποχή.
Μέσα από επιγραφικές μαρτυρίες διαπιστώνεται η ύπαρξη ροδιακής στρατιωτικής δύναμης στην πόλη μετά από σύγκρουση Κρητών και Ροδίων στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και τον καθορισμό συνόρων με τις όμορες πόλεις Ιεράπυτνα και Λύττο στην ίδια περίοδο. Συνυπογράφει επίσης με άλλες κρητικές πόλεις συνθήκη με το βασιλιά Ευμένη Β΄ της Περγάμου. Στις αρχές του 2ου αι. καταλαμβάνει τη γειτονική Ιστρώνα (σημερινό Καλό Χωριό) και στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα συγκρούεται με την Ολούντα και την Ιεράπυτνα, σταθεροποιώντας τα σύνορά της. Οι συνθήκες που καθόρισαν τόσο τα δυτικά όσο και τα ανατολικά όρια της πόλης διασώζουν ενδιαφέροντα κατάλογο τοπωνυμίων. Αποτέλεσε μια από τις τελευταίες κατακτήσεις του Ρωμαίου στρατηγού Μέτελλου και η παρουσία των Ρωμαίων δε φαίνεται να ήταν έντονη στην πόλη. Η ζωή συνεχίστηκε και στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, η Καμάρα όμως δεν απέκτησε τη σημασία άλλων πόλεων, όπως η Ιεράπυτνα, η Λύττος και η Ολούς.
O ΄Αγγλος ναύαρχος Th. Spratt στο έργο του «Travels in Crete» του 1865 ανέφερε ότι εντόπισε τα ερείπια της αρχαίας πόλης στο λόφο του Γουλά, ταύτισε όμως λανθασμένα τα ερείπια με την Ολούντα ή την ΄Ολερο. Το χώρο επισκέφθηκαν οι αρχαιολόγοι F. Halbherr, L. Mariani και A. Taramelli που αναγνώρισαν στα ερείπια την αρχαία Λατώ. Το 1894-6 ο Α. Evans έκανε μικρής κλίμακας έρευνες στην περιοχή. Η συστηματική έρευνα αρχίζει το 1899-1901 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή με τον J. Demargne και επαναλαμβάνεται το 1968 ως τη δεκαετία του 1970 από τους P. Ducrey, O. Picard και Β. Χατζημιχάλη.
Το Καθαρό είναι οροπέδιο στην οροσειρά της Δίκτης στο νομό Λασιθίου Κρήτης . Βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 1150 μέτρων και απέχει 16 χιλιόμετρα από την Κριτσά και 12 χιλιόμετρα (ανατολικά) από το οροπέδιο Λασιθίου. Κατοικείται κυρίως το καλοκαίρι από βοσκούς, ενώ δεν λείπουν και οι καλλιέργειες καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Στο Καθαρό υπάρχει ένα ιδιαίτερο καθεστώς ιδιοκτησίας της γης, καθώς όλη η έκταση του Καθαρού ανήκει αποκλειστικά στο δημοτικό διαμέρισμα Κριτσάς, και μόνο οι μόνιμοι εγγεγραμμένοι κάτοικοι του χωριού έχουν το δικαίωμα να χτίσουν στο Καθαρό.
Το 1961 απογράφεται με 0 κατοίκους όπως το 1971 και το 1981. Μόνο το 1991 έχει 4 κατοίκους και ανήκει στην ίδια κοινότητα. Το τοπωνύμιο μάλλον εδαφολογικής προέλευσης-όπως και ο Ομαλός στο νομό Χανίων. Οι ποιμένες κινούν τα κοπάδια τους μέχρι το οροπέδιο από τις 15 Μαΐου και ζουν εκεί μέχρι τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου, όταν αφήνουν τα κοπάδια στο οροπέδιο για τη χαμηλότερη περιοχή της Κριτσάς, ενώ δεν λείπουν και οι καλλιέργειες καθ΄όλη τη διάρκεια του χρόνου. Υπάρχουν μόνο μερικά σπίτια, όπου συνήθως ζουν ποιμένες. Παράγουν μικρά λαχανικά και φρούτα, νόστιμο τυρί συνήθως για τις ανάγκες τους. Η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται μόνο από γεννήτριες.
Κάθε έτος, το χειμώνα, οι βαριές χιονοπτώσεις καλύπτουν όλα τα σπίτια με αποτέλεσμα η χλωρίδα και πανίδα στο Καθαρό να μην είναι τόσο συνηθισμένες. Τον Αύγουστο, έχουμε δύο τοπικούς εορτασμούς κάθε έτος: – στις 6 Αυγούστου, ο εορτασμός της τοπικής εκκλησίας Αφέντης Χρήστος (Ιησούς Χριστός) – ο εορτασμός του ποιμένα.
Το Οροπέδιο μήκους 10 χιλιομέτρων και εύρους 15 από της κορυφής Πίτουρου μέχρι Λάκκο Καδή, αποτελείται από κοιλάδες περικλειόμενες γύρω από σειρές βουνών και Ορέων, κείται προς το Β.Δ μέρος της Κριτσάς και Ν.Α της Επαρχίας Λασιθίου,απέχει δε από την κωμόπολη της Κριτσάς 16 χιλιόμετρα και από την επαρχία (οροπέδιο) Λασιθίου 10 χιλιόμετρα. Μετά την κατοχή της Κρήτης από τους Ενετούς, περιήλθε στη κατοχή ενός φεουδαρχία ενετού ο οποίος είχε σαν θερινό ενδιαίτημα μετά της κτηνοτροφίας και μελισσοκομίας το διαμέρισμα Άγιος Γεώργιος, Χειροκουμάδια, Περβόλα Μελιτίνο όπου έκτισε υδρόμυλους και καλλιεργούσε κήπους δένδρα καρυδιές, αμυγδαλιές, αχλαδιές κ.λ.π. Μετά την υπαγωγή του νησιού στους Τούρκους οροπέδιο περιήλθε στην κατοχή αυτών και συγκεκριμένα στη κατοχή του γενιτσάραγα Ηρακλείου Χανιαλή, δοθέντος ότι η Κρήτη μετά την υποταγή περιήλθε στη κατοχή Τριών μεγάλων οικογενειών των Μπετρίδων, Χανιαλίδων και Ιτζιτάρηδων οι όποιοι μοίρασαν τις μεγάλες εκτάσεις του νησιού, τον Ομαλό στα Χανιά στους Πετρίδες, στους ευρισκομένους στο Ηράκλειο Χανιαλήδες της οροσειράς Γιούχτα Αρχανών και δείκτης όπου το Οροπέδιο του Καθαρού και στους Ιτζιτάρηδες την οροσειρά της Σητείας.
Την ασφάλτινη διαδρομή πιθανότατα την έχεις ακολουθήσει στο παρελθόν, αλλά τώρα είναι ώρα να αφήσεις το αυτοκίνητο σου σε κάποιαν άκρη και να χωθείς μέσα στη φύση ακολουθώντας το πανάρχαιο καλντερίμι (κάποιοι το χρονολογούν στα μινωικά χρόνια) που ένωνε την Κριτσά με το Καθαρό πολύ πριν την άφιξη των τροχοφόρων. Πρώτα από όλα θα αναζητήσεις τις πινακίδες της Διεύθυνσης Δασών Λασιθίων (δυστυχώς δεν είναι όλες ευανάγνωστες!) που σηματοδοτούν τα σημεία που το μονοπάτι τέμνεται από τον αμαξωτό, και άρα είναι τα σημεία που μπορείς να το εντοπίσεις και να το περπατήσεις. Ιδανικά, αν θες, μπορείς να κάνεις όλη τη διαδρομή από την Κριτσά ως το Καθαρό (ή μάλλον… ανάποδα, για ευνόητους λόγους).
Στο μεγαλύτερο μέρος του το καλντερίμι διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση και είναι ευδιάκριτο. Περνά ανάμεσα σε πρίνους και ασφένταμους, λιόπρινα, αζιλάκους και αμπελιτσές, πότε πότε ξανοίγεται σε μεγάλα ξέφωτα, άλλοτε περνά δίπλα από άγρια πανέμορφα βράχια. Απέναντι ορθώνεται η πλαγιά της Τσίβης, καταπράσινη από το πανάρχαιο δάσος κυπαρισσιών, ένα από τα λίγα στην Κρήτη. Βαδίζεις προσεχτικά, σχεδόν τελετουργικά, για να μη διαταράξεις την γαλήνη του τοπίου και την απόλυτη ησυχία που σπάει μόνο που και που από το ρυθμικό γκλιν-γκλον του κουδουνιού κάποιου κατσικιού που σε εποπτεύει διακριτικά σκαρφαλωμένο σε κάποιο βράχο ή σε κάποιο δέντρο. Στο βάθος του ορίζοντα, ο κόλπος του Μεραμπέλου και το βλέμμα φτάνει ακόμα παραπέρα, στις κορυφές της Θρυπτής και στο φαράγγι του Χα.
Φτάνοντας στο Οροπέδιο Καθαρού
Φτάνοντας στο οροπέδιο, σε υψόμετρο 1.110 μ., το σκηνικό μεμιάς αλλάζει. Την αγριάδα διαδέχεται η ηπιότητα. Οι μηλιές είναι φορτωμένες μήλα, τα αμπέλια έχουν πάρει το φθινοπωρινό χρώμα της σκουριάς. Οι λίγες ταβέρνες είναι γεμάτες με πεζοπόρους που ακουμπούν στην άκρη τα μπατόν για να απολαύσουν αρνάκι τσιγαριαστό. Στη θέση Διγενή όπου ανασκάφηκαν το 1998 τα απολιθώματα των νάνων ιπποπόταμων μην περιμένεις να διακρίνεις κάτι σήμερα, αλλά και μόνο η αίσθηση ότι εδώ βγήκαν στο φως οι σκελετοί των προϊστορικών ζώων είναι μαγική. Μπορείς να εξερευνήσεις τους αγροτικούς δρόμους που περνούν δίπλα από τις διάσπαρτες αγροικίες και να φτάσεις ως την άκρη του οροπεδίου, για να δεις από ψηλά το φαράγγι του Χαυγά που συνδέει το Καθαρό με το οροπέδιο Λασιθίου. Και βέβαια μπορείς να συνεχίσεις ως εκεί, πηγαίνοντας από το ένα οροπέδιο στο άλλο, ακολουθώντας τους σκονισμένους χωματόδρομους των λασιθιώτικων βουνών.
Πηγή: cretazine.com
Το κυπαρισσόδασος της Κριτσάς
Εδώ δίπλα μας λίγο πιο πάνω από την Κριτσά έχει διασωθεί ερχόμενο από το βάθος των αιώνων ένα μικρό σήμερα τμήμα από το άλλοτε φημισμένο δάσος με τα κυπαρίσσια που κάποτε σκέπαζε σχεδόν όλη την Κρήτη. Η ομάδα μας έχει επισκεφτεί πολλές φορές την περιοχή χωρίς όμως ποτέ να χορταίνει την ομορφιά και την μοναδικότητα του κυπαρισσόδασους ενός ιδιαίτερου δάσους που σήμερα απαντάτε ακόμα μόνο στην άλλη πλευρά της Κρήτης (στό Ασκύφου και στη Σαμαρειά.)
Το κυπαρισσόδασος της Κριτσάς βρίσκεται περίπου 10χλμ δυτικά της Κριτσάς, στην δεξιά μεριά του δρόμου που οδηγεί στο Οροπέδιο του Καθαρού. Το δάσος συναντάτε στις νότιες παρυφές της Τσίβης,με τον κύριο όγκο του σήμερα να βρίσκεται γύρω από την ρεματιά που ξεκινά από το οροπέδιο και κατηφορίζει μέχρι την Κριτσά. Ο πυρήνας του δάσους καλύπτεται από κυπαρίσσια (το “κυπαρίσσι του Μίνωα” όπως και το “πυραμιδικό και πλάγιο”) ενώ περιφερειακά η βλάστηση γίνεται μικτή από πρίνους, ασφεντάμους, λιοπρίνια, αγριελιές και αζιλάκους, αλλά και αμπελίτσες (abelicea) το ιδιαίτερο αυτό ενδημικό δένδρο της Κρήτης.
Η κύρια είσοδος για το κυπαρισσόδασος γίνεται από την θέση Φαβετοπρίνος, στον δρόμο για το οροπέδιο καθαρού. Στο σημείο αυτό υπάρχει ενημερωτικό κιόσκι με χάρτη της περιοχής που περιλαμβάνει όλα τα γύρω αξιοθέατα και τα μονοπάτια που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για να περιπλανηθεί στο δάσος. Η θέση δε αυτή προσφέρει αμφιθεατρική θέα στην Τσίβη, το κυπαρισσόδασος, και πανοραμική άποψη του Μεραμπελλιώτικου κόλπου και του Αγίου Νικολάου. Η πεζοπορική διαδρομή ξεκινάει δίπλα από τον δρόμο και καταλήγει μετά από 30 λεπτά στο δάσος, όπου έχει την δυνατότητα να ακολουθήσει διάφορα μονοπάτια για να ανακαλύψει τις ομορφιές που κρύβει μέσα του το πανέμορφο τοπίο.
Από την περιοχή διέρχεται το μινωικό και αργότερα το μεσαιωνικό μονοπάτι προς το οροπέδιο του Καθαρού, που περνά και από μια σειρά μινωικών πύργων κατά μήκος του (βίγλες), βυζαντινών εκκλησιών (Παναγιά Κερά, Αγ. Γεωργίος ο Καβουσιώτης, Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Αγ. Ιωάννης στο Νεκροταφείο),και είναι διάσπαρτο από παλιά όστρακα. Τα μονοπάτια που οδηγούν στο δάσος διασταυρώνονται με το μινωικό μονοπάτι, κατηφορίζουν και ανηφορίζουν την ρεματιά που περνά από την περιοχή σε πολύ όμορφες διαδρομές μέσα στους πρίνους όπου συναντά κανείς πέτρινες παλίες μάντρες βοσκών,ενώ διάσπαρτες στον αέρα είναι οι μυρωδιές από τα θυμάρια και τα άλλα βότανα που γεμίζουν τις πλαγιές μέχρι το δάσος.Στο κυπαρισσόδασος εκτός από τα επιβλητικά δένδρα με τους “ομορφοσχεδιασμένους” κορμούς συναντά κανείς και την σπηλιά «Εγγλέζου Κουφάλα», στην οποία κρυβόταν κάποιοι Άγγλοι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πριν από αρκετούς αιώνες η Κρήτη ήταν καλυμμένη από πυκνά δάση με κυπαρίσσια, τα οποία δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα. Τα κυπαρίσσια της Κρήτης ήταν ξακουστά σε όλο τον τότε κόσμο και από τα Μινωϊκά χρόνια η ξυλεία τους αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα εμπορίου. Λέγεται μάλιστα ότι η Κρήτη ήταν γνωστή στα αρχαία χρόνια ως η χώρα του κυπαρισσιού, όμως η εξαντλητική υλοτομία απογύμνωσε τα Κρητικά βουνά ,έτσι, το δάσος της Κριτσάς αποτελεί ένα από τα τελευταία του είδους του (υπάρχουν μερικά ακόμη στα Λευκά Κρήτη). Το κυπαρίσσι της Κριτσάς είναι γνωστό ως θηλυκό ή Κυπαρίσσι του Μίνωα, και είναι δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 30 μέτρα και έχει οριζόντια απλωτά κλαδιά και πλατιά πλούσια κόμη.
Το Σπηλαιοβάραθρο “Γαιδουρότρυπα” βρίσκεται έξη χιλιόμετρα νότια της Κριτσάς ,200 μ δεξιά του δρόμου που Οδηγεί στο Οροπέδιο Καθαρό. Η ευρύτερη περιοχή ονομάζεται “Πατερογιώργη” από το όνομα του πρώην ιδιοκτήτη που δώρισε την περιοχή στην Κοινότητα Κριτσάς.
Η είσοδος είναι εγκατακρημνησιγενής δολίνη διαμέτρου 10 μέτρων. Κατεβαίνουμε από το νότιο σημείο της εισόδου που είναι και το χαμηλότερο.Το δάπεδο είναι γεμάτο από ογκόλιθους. Στην βορειοανατολική πλευρά του δαπέδου ,υπάρχει μια ελαφρά κατηφορική στοά μήκους πέντε μέτρων.Δυτικά βρίσκεται η είσοδος της γαλαρίας. Το μέσο βάθος σ αυτό το σημείο είναι 9 μ. Ακολουθεί μια αίθουσα μήκους 14 μέτρων, μέσου πλάτους 7 μέτρων και μέσου ύψους 3 μέτρων. Στη βορειοδυτική πλευρά είναι πεσμένο ένα πολύ μεγάλο σταλαγμιτικό σύμπλεγμα (συγκολλημένες κολώνες) μεγίστου μήκους έξη, μεγίστου πλάτους τριών και ύψους τεσσάρων μέτρων. Την αίθουσα διασχίζει μέχρι κατακόρυφου βάθους 14 μ ένα πρόσφατα διαμορφωμένο μονοπάτι. Ακολουθεί μια μακρόστενη γαλαρία μήκους τριάντα έξη ,μέσου πλάτους πέντε και μέσου ύψους τεσσάρων μέτρων. Για την εύκολη προσπέλασή της, στην αρχή, έχουν διαμορφωθεί σκαλοπάτια με πέτρες του σπηλαίου.
Η αίθουσα αυτή έχει αρκετό σταλαγμιτικό διάκοσμο,που όμως είναι ανενεργός. Στο τέλος της αίθουσας αυτής το σταλαγμιτικό υλικό είχε σχεδόν φράξει την συνέχεια του σπηλαίου αφήνοντας μια μικρή οπή.Σήμερα είναι πλέον διευρυμένη αφήνοντας ένα πέρασμα πλάτους 0,40 μ και ύψους 1 μ.Μετά το πέρασμα οδηγούμαστε σε μια μικρή αίθουσα μήκους οκτώ και πλάτους τεσσάρων μέτρων.
Το δυτικό τοίχωμα της αίθουσας αυτής έχει δημιουργηθεί από σταλαγμιτικό υλικό αφήνοντας ένα πέρασμα πλάτους ενός μέτρου.
Ακολουθεί μια κατακόρυφη κατάβαση δέκα μέτρων για να βρεθούμε σε μια αίθουσα μήκους δεκαέξι ,πλάτους έξη και ύψους δεκαπέντε μέτρων.Ο σταλαγμιτικός διάκοσμος είναι αρκετά ανεπτυγμένος αν και ανενεργός.Το δάπεδο της αίθουσας αυτής έχει αρκετές πέτρες και ογκόλιθους που έχουν ξεκολλήσει. Στο δυτικότερο σημείο της αίθουσας, υπάρχει ένα στενό πέρασμα προς τα κάτω που οδηγεί σε ένα μικρό θάλαμο διαστάσεων 7 x 4 μέτρα και ύψος οροφής 1 μέτρο. Το δάπεδο είναι εξολοκλήρου αργιλώδες.
Στη βόρεια πλευρά του δαπέδου υπάρχει μια μικρή απροσπέλαστη τρύπα από την οποία διαφεύγουν τα νερά που συγκεντρώνονται εδώ.Το σημείο αυτό είναι το βαθύτερο του σπηλαιοβαράθρου, εβρισκόμενο σε σαράντα μέτρα βαθομετρική διαφορά από την είσοδο. Το συνολικό μήκος του σπηλαιοβαράρθρου είναι περίπου 100 μέτρα.
Ο Κρούστας είναι παραδοσιακό χωριό που βρίσκεται στον νομό Λασιθίου και ανήκει στον δήμο Αγίου Νικολάου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 476 κατοίκους και έκταση 30,481 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 540 μέτρων και κοντά του βρίσκεται η Κριτσά, ενώ από τον Άγιο Νικόλαο απέχει γύρω στα 13 χιλιόμετρα.
Ο Κρουστάς αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 (Κ138) ως Crusta με 362 κατοίκους, και ανήκε στην επαρχεία Ιεράπετρας. Αναφέρεται επίσης από τον Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα το 1630 και στην τουρκική απογραφή του 1671, αλλά στην επαρχεία Μεραμπέλου. Στην απογραφή του 1834 είχε 30 χριστιανικές οικογένειες.
Από το 1925 αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. Από το 1964 μέχρι την καθαίρεσή του από τη χούντα το 1967 πρόεδρος της Κοινότητας υπήρξε ο αντιστασιακός Γιώργος Γεροντής (1925 – 13 Ιανουαρίου 1980). Από το 1997 ανήκει στο δήμο Αγίου Νικολάου.
Αξιοθέατα
Στη θέση Λάκκοι βρίσκεται ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ανοικοδομήθη ή ανεκαινίσθη και τοιχογραφήθηκε το 1348. Είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος και ενδιαφέρον παρουσιάζει το κτιστό τέμπλο του.
Το Άρθρο αυτό έχει 0 Σχόλια