Η Ανατολική Κρήτη έχει δεκάδες μαγευτικούς και άγνωστους προορισμούς που «αιχμαλωτίζουν» κάθε επισκέπτη κάνοντας τον…
Κουφονήσι ή αρχαία Λεύκη
Μικρό νησί του Λιβυκού πελάγους απέναντι από τις ΝΑ ακτές της Κρήτης στα ΝΑ του ακρωτηρίου Γούδουρας. Αποτελεί συστάδα με τα νησάκια Μακρουλό, Στρογγυλό, Τράχηλα και Μάρμαρα. Έρημο και σκεπασμένο σε πολλά σημεία με παχύ στρώμα άμμου θυμίζει αφρικανικό τοπίο.
Λόφοι καλυμμένοι με άμμο και κοντούς θάμνους, εδάφη με εντυπωσιακές πτυχώσεις σαν φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι και δροσερά, καθαρά νερά είναι τα χαρακτηριστικά του νησιού
Μέχρι το 1976 εχρησιμοποιείτο για βοσκή αιγοπροβάτων που τρεφόταν με τα διάφορα χόρτα του νησιού ενώ σχεδόν τελείως λείπουν τα μεγάλα δένδρα εκτός από ορισμένα αρμυρίκια κοντά στίς ακτές. Πρό 30 ετών περίπου, διάφοροι καλλιεργητές που φύτευαν το νησί νοικιάζοντάς το από το Ελληνικό Δημόσιο είχαν μεγάλη απόδοση ιδίως σε παραγωγή σιτηρών.
Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία ότι υπήρξε συνοικισμός στο νησί τα τελευταία τουλάχιστον 1000 χρόνια, αλλά η αρχαιολογική σκαπάνη απόδειξε πως κάτω από την σιωπηλή γή του έρημου νησιού ήταν θαμένος ένας ολόκληρος κόσμος.
Πρώτο το χωρίο του Plinii (Liber ιν, 12 (61) μιλά για νήσο Leuce στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται «αντίθετα από το ακρωτήριο της Ιτάνου». Η ταύτιση του νησιού αυτού με το Κουφονήσι δεν ήταν μόνο πέρα για πέρα η ενδεδειγμένη, αλλά δημιούργησε και ιστορικές ευθύνες για τους μελετητές αφού η περίφημη επιγραφή της «Διαιτησίας των Μαγνήτων» μιλά αρκετά διεξοδικά γι’ αυτό. Η επιγραφή αυτή που σήμερα είναι εντοιχισμένη στην πρόσοψη του καθολικού της Μονής Τοπλού μιλά για τις οριακές διαφορές μεταξύ Ιτάνου και Ιεράπετρας (βλέπε λέξη Ίτανο) και μια από τις βασικότερες ήταν η διεκδίκηση από την Ιεράπυτνα του νησιού Λεύκη.
Η Λεύκη ήταν σημαντικός σταθμός αλιείας σπόγγων και επεξεργασίας της πορφύρας των γνωστών αυτών γαστεροπόδων του γένους Trunculus που από ό,τι μας λένε οι Αριστοτέλης και ο Πλίνιος ο Παλιός, μαζευόταν ζωντανά την αρχή του φθινοπώρου ή το χειμώνα και τα συντηρούσαν σε κούρτους ώσπου να μαζευτούν πάρα πολλά, γιατί κάθε ένα κοχύλι έδινε μόνο μια σταγόνα βαφής. Μετά κοπανούσαν τα μικρότερα σε πέτρες και τα μεγαλύτερα τα τρυπούσαν και έβγαζαν από το λαιμό του μαλακίου ένα μικρό αδένα που ονομαζόταν «άνθος». Έπειτα έβαζαν στην άλμη το γαλακτώδες υγρό, πρόσθεταν λίγο ξύδι, το άφηναν σε δοχείο στον ήλιο και σιγά – σιγά το χρώμα από κίτρινο γινόταν κατακόκκινο που το αραίωναν ή το συμπύκνωναν με βράσιμο. Η βαφή αυτή που λεγόταν «πορφύρα» πουλιόταν την εποχή εκείνη όσο ζύγιζε σε ασήμι. Αν σ’ αυτήν προσέθεταν άνθη υακίνθου το χρώμα ήταν βιολετί, αλλά εθεωρείτο κατωτέρας ποιότητας.
Εκτός όμως από το ότι η Λεύκη ήταν πλουτοπαραγωγική πηγή για τη μητρόπολη, φαίνεται πως συγχρόνως και η θέση της έπαιξε στρατηγικό ρόλο στην προσέγγιση πλοίων στίς ΝΑ ακτές. Η διαιτησία που έγινε το 132 μ.Χ. δικαίωσε τον Ίτανο και απέδωσε το νησί στους Ιτανίους στους οποίους ανήκε και προγονικά.
Πρώτος ο ακούραστος ερευνητής των αρχαίων περιοχών Άγγλος ναύαρχος Τ.Β. Spratt σε επίσκεψή του στο Κουφονήσι στα μέσα του περασμένου αιώνα είδε διάφορα ερείπια που τα περιγράφει με αρκετή σαφήνεια όπως ναός στα νότια με τεμάχια από μαρμάρινο άγαλμα, οικισμό στα βόρεια και δεξαμενές νερού περίπου στο κέντρο του νησιού. Το 1903 οι Άγγλοι αρχαιολόγοι R.C. Bosanquet και C.T. Currelly πήγαν ένα απόγευμα στο νησί και εξέτασαν βιαστικά τα όσα περιγράφει ο Spratt.
Από τότε το 1971 ο αρχαιολόγος Albert Leonard (Junior) επισκέφθηκε το νησί και παρατήρησε προσεκτικότερα τις επιφανειακές αρχαιότητες. Αλλά χωρίς την αρχαιολογική σκαπάνη κάθετι που γραφόταν ήταν απλώς υποθέσεις. Έτσι το 1976 άρχισαν συστηματικές ανασκαφές από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης με επικεφαλής το Νίκο Παπαδάκη (αρχαιολόγου και συγγραφέα του βιβλίου ΣΗΤΕΙΑ) που συνεχίζονται κάθε χρόνο μέχρι το 1987 με αποτελέσματα που πραγματικά εξέπληξαν.
Τα δύο πρώτα χρόνια στην ΒΔ άκρη του νησιού απέναντι από το νησάκι Μάρμαρα και σε μικρή απόσταση απο την παραλία οι ανασκαφές έφεραν σε φως ένα θαυμάσια διατηρημένο λίθινο θέατρο του οποίου το κοίλο ήταν κατεστραμμένο μόνο στην δυτική πλευρά ενώ και μεγάλο τμήμα των ειδωλίων του κέντρου έχει τελείως εξαφανιστεί. Το κοίλο έχει δώδεκα σειρές ειδωλίων και η μεγίστη χορδή του έχει μήκος 34 μ. Η απόσταση του δωδεκάτου ειδωλίου από το δάπεδο της ορχήστρας φθάνει περίπου τα 6 μ. Υπολογίζεται πως το κοίλο χωρούσε περίπου 1000 άτομα.
Η ορχήστρα, σχεδόν ημικύκλιο, ήταν ντυμένη με πήλινες πλάκες. Το σκηνικό οικοδόμημα, τελείως κατεστραμένο στο δυτικό του τμήμα θα πρέπει να έφθανε σε μήκος τα 20 μ, ενώ το πλάτος του είναι περίπου 9 μ. Μπορεί να δει κανείς το ανατολικό παρασκήνιο, το λογείο, το υποσκήνιο καθώς και την ανατολική πάροδο που ήταν στεγασμένη με θόλο. Το θέατρο είχε πλούσια διακόσμηση που λεηλατήθηκε. Το θέατρο καταστράφηκε με αγριότητα και πυρπολήθηκε. Στα νότια του θεάτρου, αλλά ιδίως στα ανατολικά, εκτείνεται ο συνοικισμός που φαίνεται πως είναι μεγαλύτερος από όσο είχε υπολογιστεί στην αρχή.
Οι ανασκαφές εκεί έφεραν σε φως ένα μεγάλο σπίτι – έπαυλη από το οποίο σώζονται οκτώ πλήρη δωμάτια στα οποία εισέρχεται κανείς από μικρό, αλλά επιβλητικό πρόπυλο που «κοιτά» στο δρόμο που οδηγούσε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου. Στο σπίτι αυτό βρέθηκαν τα μαγειρεία του καθώς και το απαραίτητο οικιακό εργαστήρι για την κατεργασία της πορφύρας και τα δυο επίσημα δωμάτια για τους ξένους που ήταν στρωμένα με ψηφίδες άσπρες και μαύρες που σχημάτιζαν γεωμετρικά σχέδια μέσα σε πλαίσια, όπως ρόμβους και σταυροειδή κοσμήματα. Στον κυρίως οικισμό ανακαλύφθηκε ένα άλλο μεγάλο σπίτι με 16 δωμάτια. Τα ευρήματα και η χρήση των χώρων δεν αφήνουν αμφιβολία ότι και αυτό είναι ένα τυπικό σπίτι αλιέων πορφύρας.
Το σημαντικότερο όμως οικοδόμημα του συνοικισμού – μετά το θέατρο – είναι το επιβλητικό κτήριο των Δημόσιων Λουτρών (Balineae) το οποίο ήταν σε χρήση από τον 10ο έως τον 40ο μ.Χ. αιώνα. Είναι γνωστή η παθολογική αγάπη που έτρεφαν οι Ρωμαίοι στα δημόσια λουτρά συνδυάζοντας τη σωματική καθαριότητα με τη γύμναση και τη συζήτηση. Τα Λουτρά ήταν απαραίτητο οικοδόμημα όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στους συνοικισμούς. Στα πλουσιόσπιτα υπήρχε ξεχωριστός χώρος, μικρογραφία των δημόσιων λουτρών (Balinea), ενώ γνωστή είναι η πολυτέλεια των αυτοκρατορικών λουτρών (Θέρμαι).
Το λουτρικό συγκρότημα του Κουφονησίου περιλαμβάνει όλους τους χώρους οι οποίοι σύμφωνα με το τυπικό των Λουτρών ήταν σε χρήση σε ένα τέτοιο κτίριο: Γύρω από ένα κήπο, για την ξεκούραση των πελατών και επισκεmών εκτείνονται τα δωμάτια όπως, το κεντρικό λεβητοστάσιο – του οποίου οι τοίχοι σώζονται σε ύψος 4 μέτρων-, δύο υπόκαυστα – ίσως για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά – λουτρώνες γία εφίδρωση, χλιαρό, ζεστό και κρύο λουτρό και αποδυτήρια. Σε ορισμένα δωμάτια η πολυτέλεια είναι ακόμα και σήμερα εμφανής καθώς διατηρούνται τμήματα από μαρμάρινη επένδυση του πατώματος και των τοίχων. Η ανασκαφή του οικισμού συνεχίζεται.
Τέλος, ερευνήθηκε ο ναός που αναφέρει ο Spratt στα νότια του νησιού. Οι συνολικές του διαστάσεις είναι 18,00 x 15,70 μ. με κρηπίδωμα και ο οποίος δυστυχώς έχει υποστεί εξοντωτική λεηλασία από τη λατόμευσή του (στα 1920 περίπου) για να κατασκευασθεί ένα τεράστιο κτίριο-φάρος σε απόσταση μόνο 5 μέτρων από την ανατολική στενή πλευρά του ναού, που ήταν η είσοδός του, αν και στη βόρεια μακριά πλευρά βρέθηκε και άλλη κλιμακωτή είσοδος.
Δίπλα στη ΒΔ γωνία του βρέθηκαν τα δυο μεγάλα κομμάτια από το κολοσσιαίο λατρευτικό άγαλμα του ναού (τα είδε και ο Spratt) που παρίστανε θεότητα καθιστή σε θρόνο τύπου κυβόλιθου. Τα δυο κομμάτια που σώζονται είναι: το ένα κυβόλιθος με το αριστερό τμήμα της λεκάνης και το άλλο το δεξιό πόδι από το πτυχωτό ένδυμα της μέσης μέχρι τον αστράγαλο. Δυστυχώς είναι πολύ καταστραμμένο αλλά φαίνεται Ελληνιστικής εποχής. Το συνολικό του ύψος θα ξεπερνούσε τα 2,50 μ. Πάνω του διάφοροι επισκέπτες -ναυτικοί κυρίως- έχουν χαράξει το όνομά τους και τις χρονολογίες μια από τις οποίες είναι το 1630.
Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά μάλλον είναι αλήθεια ότι τα κομμάτια από μάρμαρο που φαίνονται ανάμεσα στο οικοδομικό υλικό του διπλανού κτιρίου του φάρου (βομβαρδίστηκε το 1944) προέρχονται από το υπόλοιπο σώμα του αγάλματος που οι εργάτες του φάρου κομμάτιασαν για να χρησιμοποιήσουν για «σφήνες» στις πέτρες και τους τεράστιους συμμετρικούς λίθους που κι αυτοί «ξεριζώθηκαν» από το ναό του οποίου σήμερα μόνο οι αναβαθμοί και το εσωτερικό γέμισμα -τό δάπεδο έχει καταστραφεί- σώζονται.
Για εκείνους πάντως που θέλουν να εξερευνήσουν το Κουφονήσι, υπάρχει ένα μονοπάτι που ξεκινά από το λιμάνι και οδηγεί στην άλλη άκρη του νησιού, ανάμεσα σε μικρά χωράφια και άγονες εκτάσεις με ξερολιθιές…
Σαν να μην έφταναν αυτά, πιο πρόσφατα, ένας μεταλλικός αυτόματος φάρος τοποθετήθηκε στο δάπεδο του ναού εκεί που ίσως κάποτε φάνταζε επιβλητικό το κολοσσικό άγαλμα της Θεάς ή του Θεού που λάτρευαν οι κάτοικοι της Λεύκης. Όλο όμως το νησί είναι γεμάτο από ερείπια που αρχίζουν από τα Πρωτομινωικά χρόνια μέχρι τα μεταβυζαντινά, αφού στή δυτική ακτή σπήλαια έχουν χρησιμοποιηθεί σαν ξωκκλήσια με χαράγματα αγίων και επιγραφές λατινικές με χρονολογία σε ένα, 1638.
Εντυπωσιακή είναι η σειρά μεγάλων δεξαμενών θολωτών που με κτιστούς αγωγούς έφερναν το νερό από πηγές στα βόρεια του ναού, στην πολιτεία. Είναι τέτοια η έκταση των αρχαίων ερειπίων που σε συνδυασμό με το ότι το νησί δεν κατοικήθηκε ποτέ από την εποχή που κάποιο άγνωστο γεγονός το ερήμωσε ολοκληρωτικά (ίσως τον 40 μ.Χ. αι.) που όχι μόνο προσφέρεται για σπουδαίες και συνεχείς αρχαιολογικές έρευνες, αλλά και ο χαρακτηρισμός «Μικρή Δήλος» δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δεν ανταποκρίνεται μορφολογικά τουλάχιστον στην παρουσία του νησιού στο χώρο της Αρχαιολογίας της Ανατολικής Κρήτης, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών.
από το βιβλίο του Ν. Παπαδάκη, αρχαιολόγου: ΣΗΤΕΙΑ, 2000.
Πρόσθετες πληροφορίες
Τοποθεσία: Περιοχή Μακρύ Γιαλού-Γούδουρας – 8 χλμ νότια από το χωριό Γουδούρας
Περιοχή: 5,25 km² Μέγιστο μήκος: 6 km και 5,5 km πλάτος
Πρόσβαση: Πλοίο από τον Μακρύ Γιαλό
Κάτοικοι: 0
Υψηλότερο σημείο: 82μ
Κουφονήσι ή αρχαία Λεύκη - Φωτογραφίες
Το Άρθρο αυτό έχει 0 Σχόλια